- ἐρεβίνθιον
- ἐρεβίνθ-ιον, τό, Dim. of ἐρέβινθος, POxy.1837.15(pl., vi A. D.), Stud.Pal.20.75.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερεβίνθιον — ἐρεβίνθιον, τὸ (Μ) [ερέβινθος] το ρεβίθι … Dictionary of Greek
ἐρεβίνθιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεβίνθια — ἐρεβίνθιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρεβίθι — και ροβίθι, το, Ν βοτ. ο καρπός τής ρεβιθιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐρεβίνθιον, υποκορ. τού ἐρέβινθος*, με σίγηση τού αρκτικού ε . Ο τ. ροθίβι με τροπή τού ε σε ο από παρετυμολογική επίδραση τού τ. ρόβι «είδος δημητριακού»] … Dictionary of Greek